Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε απόφαση στην υπόθεση C-766/18 P Foundation for the Protection of the Traditiional Cheese of Cyprus named Halloumi κατά EUIPO, με την οποία αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία το συλλογικό σήμα HALLOUMI, το οποίο μπορούν να χρησιμοποιούν μόνον τα κυπριακά τυροκομεία, δεν αποτελεί εμπόδιο για την καταχώριση του σημείου «BBQLOUMI» ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα τυριά Βούλγαρου παραγωγού. Η υπόθεση αναπέμπεται στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο θα κληθεί να εξετάσει εάν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως για τους καταναλωτές όσον αφορά την προέλευση των προϊόντων που προσδιορίζει το σημείο «BBQLOUMI»
Όσον αφορά τα γεγονότα, το Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi (Ίδρυμα για την Προστασία του Παραδοσιακού Τυριού της Κύπρου Ονομαζόμενου «Χαλλούμι», στο εξής: Ίδρυμα) είναι δικαιούχος του συλλογικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης HALLOUMI, το οποίο έχει καταχωρισθεί για τυριά. Το συλλογικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένας ειδικός τύπος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσδιορίζεται ως συλλογικό κατά την κατάθεσή του και το οποίο είναι ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των μελών της δικαιούχου του σήματος οργάνωσης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων.Βασιζόμενο στο εν λόγω συλλογικό σήμα, το Ίδρυμα άσκησε ανακοπή κατά της καταχώρισης ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης του εικονιστικού σημείου που περιλαμβάνει το λεκτικό στοιχείο «BBQLOUMI», η οποία ζητήθηκε από βουλγαρική εταιρία, μεταξύ άλλων για τυριά.
Το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), το οποίο είναι αρμόδιο να εξετάζει τις αιτήσεις καταχωρίσεως σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέρριψε την εν λόγω ανακοπή με την αιτιολογία ότι δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως όσον αφορά την προέλευση των προϊόντων μεταξύ του σήματος «BBQLOUMI», του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, και του προγενέστερου συλλογικού σήματος HALLOUMI. Ο δικαιούχος του επίμαχου συλλογικού σήματος προσέφυγε κατά της εν λόγω αποφάσεως του EUIPO ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο, αφού διαπίστωσε ότι το συγκεκριμένο σήμα είχε ασθενή διακριτικό χαρακτήρα διότι ο όρος «χαλλούμι» προσδιορίζει είδος τυριού, κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως.
Με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020, Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi κατά EUIPO (C-766/18 P), το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, αποφάνθηκε καταρχάς επί του ζητήματος κατά πόσον δύνανται να εφαρμοστούν στις υποθέσεις που αφορούν προγενέστερο συλλογικό σήμα τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία όσον αφορά τα ατομικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό το πρίσμα των οποίων πρέπει να εκτιμάται ο κίνδυνος συγχύσεως, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση που το προγενέστερο σήμα είναι συλλογικό σήμα, του οποίου η ουσιώδης λειτουργία συνίσταται στη διάκριση των προϊόντων ή των υπηρεσιών των μελών της ενώσεως που είναι δικαιούχος του σήματος από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων, ως κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να νοηθεί το ενδεχόμενο να σχηματίσει το κοινό την πεποίθηση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα και εκείνα που προσδιορίζει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προέρχονται στο σύνολό τους από μέλη της ενώσεως η οποία είναι δικαιούχος του προγενέστερου σήματος ή, ενδεχομένως, από επιχειρήσεις συνδεόμενες οικονομικώς με τα εν λόγω μέλη ή με την ένωση αυτή.
Μολονότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η ουσιώδης λειτουργία των συλλογικών σημάτων, στην περίπτωση ανακοπής βασιζόμενης σε τέτοιου είδους σήμα, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η έννοια του «κινδύνου συγχύσεως», γεγονός παραμένει ότι τα νομολογιακά κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει, όσον αφορά τα ατομικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εκτιμάται συγκεκριμένα αν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος, μπορούν να εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που αφορούν προγενέστερο συλλογικό σήμα. Πράγματι, κανένα από τα χαρακτηριστικά των συλλογικών σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δικαιολογεί παρέκκλιση, σε περίπτωση ανακοπής στηριζόμενης σε τέτοιο σήμα, από τα κριτήρια εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως τα οποία προκύπτουν από την εν λόγω νομολογία. Περαιτέρω, ο δικαιούχος του συλλογικού σήματος προέβαλε ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος πρέπει να εκτιμάται διαφορετικά όταν το εν λόγω σήμα είναι συλλογικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω επιχείρημα, επισημαίνοντας ότι η επιταγή περί διακριτικού χαρακτήρα ισχύει και για τα συλλογικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, τα άρθρα 67 έως 74 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αφορούν τα συλλογικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν προβλέπουν άλλως. Κατά συνέπεια, τα συλλογικά σήματα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, είτε εγγενώς είτε λόγω της χρήσεως, να έχουν διακριτικό χαρακτήρα.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 66, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού δεν αποτελεί εξαίρεση από την επιταγή περί διακριτικού χαρακτήρα. Μολονότι η διάταξη αυτή επιτρέπει, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού, την καταχώριση ως συλλογικών σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημείων που μπορούν να χρησιμεύσουν προς δήλωση της γεωγραφικής προελεύσεως προϊόντων ή υπηρεσιών, δεν επιτρέπει, αντιθέτως, τα εν λόγω καταχωρισμένα σημεία να στερούνται διακριτικού χαρακτήρα. Όταν μια ένωση ζητεί την καταχώριση, ως συλλογικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημείου δυνάμενου να δηλώνει γεωγραφική προέλευση, οφείλει να βεβαιωθεί ότι το σημείο αυτό διαθέτει στοιχεία που παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των μελών της από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων.
Τέλος, όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων παραγόντων της υπό κρίση περιπτώσεως. Όπως προκύπτει, όμως, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι, σε περίπτωση ασθενούς διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως πρέπει να αποκλείεται αφ’ ης στιγμής αποδεικνύεται ότι η ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων δεν αρκεί αυτή και μόνη για να αποδειχθεί τέτοιος κίνδυνος.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι το γεγονός ότι ο διακριτικός χαρακτήρας προγενέστερου σήματος είναι ασθενής δεν αποκλείει την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως. Επομένως, ήταν αναγκαίο να εξετασθεί εάν ο μικρός βαθμός ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημάτων αντισταθμίζεται από τον μεγαλύτερο βαθμό ομοιότητας, και μάλιστα από την ταυτότητα, των προϊόντων που προσδιορίζονται από τα σήματα αυτά. Δεδομένου ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο δεν πληροί την απαίτηση περί σφαιρικής εκτιμήσεως η οποία να λαμβάνει υπόψη την αλληλεξάρτηση των κρίσιμων παραγόντων, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ανέπεμψε την απόφαση ενώπιόν του, προκειμένου αυτό να εξετάσει εκ νέου την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.
Ανακοινωθέν Τύπου Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης